- κατεβαίνω
- (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω)1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.)2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β. «καταβὰς Ἀχιλλεὺς ἀφ' ἁρμάτων», Πίνδ.)3. έρχομαι από τον Βορρά στον Νότο ή από τα μεσόγεια στα παράλια (α. «κατέβηκε από το χωριό στην Αθήνα» β. «εἰς λιμένα καταβαίνων», Πλάτ.)4.. έρχομαι στον στίβο για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι (α. «η εθνική ομάδα τής Ελλάδας κατέβηκε με την εξής σύνθεση» β. «καταβατέον ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν», Πλάτ.)5. (για τιμή, αξία) γίνομαι φθηνότερος, μειώνομαι (α. «δεν κατεβαίνουν τα ενοίκια» β. «τιμῆς τοῡ σίτου καταβεβηκίας», Πολυδ.)4. (για τη βροχή) πέφτω ραγδαίανεοελλ.1. (για πωλητή) υποχωρώ στις αξιώσεις τού πελάτη υποβιβάζω την τιμή («δεν κατεβαίνει καθόλου»)2. μτφ. ελαττώνομαι (α. «τα νερά κατέβηκαν» β. «το θερμόμετρο κατέβηκε στους -2 βαθμούς»)3. κατάγομαι («από πού κατεβαίνουσι και είν' τα συγγενικά μου», Φορτουν.)4. φρ. α) «κατέβα να φάμε» — για πολύ ψηλό άνθρωποβ) «κατέβηκαν τα φόντα του» — έπεσε η υπόληψή τουγ) «μού κατέβηκε να...» — μού ήλθε ξαφνικά η ιδέαδ) «κάνει ό,τι τού κατέβει» — κάνει ό,τι τού έλθει στον νου, ασυλλόγιστα και απερίσκεπταε) «τού κατεβαίνουν ιδέες» — γεννά το μυαλό του, έχει φαντασία και ευστροφίαστ) «κατεβαίνω ως υποψήφιος στις εκλογές» — είμαι υποψήφιος στις εκλογέςζ) «κατεβαίνω σε απεργία» — απεργώνεοελλ.-μσν.1. αποχωρώ από θρόνο ή από επίσημη θέση2. φρ. «κατεβαίνω στον Άδη» — πεθαίνωμσν.1. έρχομαι από το πέλαγος προς τη στεριά2. πηγαίνω προς τα ανατολικά3. περιέρχομαι σε κάποιον από κληρονομιά4. φρ. α) «ἐκατέβη κάτω ἡ ὥρα μου» — ήλθε η κρίσιμη στιγμήβ) «κατεβαίνω εἰς θέλημα κάποιου» — είμαι σύμφωνος με τη θέληση κάποιουαρχ.1. (για πράγματα) πέφτω (α. «πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός», Ευρ.β. «τά δ' ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ὑποδεχομένη ῥεύματα», Πλάτ.)2. έρχομαι, φθάνω («σφόδρα δόξομεν δαΐων ὐπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν», Πίνδ.)3. καταλήγω κάπου κατά την ομιλία4. καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα, συμφωνώ σε κάτι5. ταπεινώνω, θίγω6. συγκατατίθεμαι7. φρ. α) «καταβαίνω ἀπὸ τοῡ λόγου» — σταματώ να μιλώβ) «καταβαίνω ἀπὸ τοῡ ἵππου» — εγκαταλείπω την ιππασία («ἀποδόμενος τὸν πολεμιστήριον ἵππον καταβέβηκεν ἀπὸ τῶν ἵππων», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από κατ-έβην, αόρ. β' τού κατα-βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.